Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τωργείου — Α δωρ. κράση αντί τοῡ Ἀργείου … Dictionary of Greek
τὠργείου — Ἀργεί̱ου , Ἀργεῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)